- ντεμουαζέλα
- η(λ. γαλλ.), δεσποινίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντεμουαζέλα — η νεαρή γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί, δεσποινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demoiselle «δεσποινίδα» < υστερολατ. dominicella < λατ. domina «δέσποινα, κυρία»] … Dictionary of Greek
νταμιζέλα — και ταμιτζέλλα και ταμοτζέλε, ἡ (Μ) 1. κορίτσι, συνήθως ευγενούς καταγωγής 2. (για κόρη ή παντρεμένη από την τάξη τών ευγενών) ακόλουθος, κυρία επί τών τιμών («μία ἀπὸ τὶς ταμιτζέλλες τῆς ῥήγαινας», Βουστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. damizela ή… … Dictionary of Greek